κατέδησαν

κατέδησαν
καταδέω 1
bind on
aor ind act 3rd pl
καταδέω 2
lack
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταδέω — (I) καταδέω (Α) 1. δένω στερεά («ἵππους μὲν κατέδησαν... ἱμᾱσι φάτνη ἐφ ἱππείῃ» Ομ. Ιλ.) 2. περιδένω, περιτυλίγω («θραῡμά ἐστι καταδῆσαι», ΠΔ) 3. βάζω σε δεσμά, φυλακίζω («συνέλαβε σφέας καὶ κατέδησε», Ηρόδ.) 4. καταδικάζω κάποιον για έγκλημα 5.… …   Dictionary of Greek

  • φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”